- ξεμωραμένος
- ξεμώρατος, η , ο впавший в детство, выживший из ума
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξανανινιασμένος — η, ο ξεμωραμένος, ξεκουτιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανά + νινιασμένος, μτχ. παρακμ. τού αμάρτυρου ρ. *νινιάζω (πιθ. < νεανιάζω), πρβλ. νιανιάς «ξεμωραμένος γέρος, ξεκούτης»] … Dictionary of Greek
γέροντας — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 450 μ., 27 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδος του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται βόρεια της Ερέτριας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ερετρίας. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ., 450 κάτ.) στην πρώην… … Dictionary of Greek
γεροξεκούτης — ο ξεμωραμένος, ανόητος γέρος … Dictionary of Greek
κουνενές — ο 1. βρέφος 2. ανόητος, ξεμωραμένος, αφελής σαν μωρό. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. να συνδέεται με το ρ. κουνώ] … Dictionary of Greek
κρονόληρος — ό (AM κρονόληρος) φλύαρος ή ξεμωραμένος γέρος («κρονόληρος καὶ σοροδαίμων ἐστί», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Κρόνος μτφ. «ανόητος γέρος» + λῆρος «ανόητος»] … Dictionary of Greek
λωλόγερος — ο, θηλ. λωλόγρια ξεμωραμένος γέρος, τρελόγερος … Dictionary of Greek
λωλός — ή, ό (Μ λωλός, ή, όν) 1. τρελός, παλαβός 2. ανόητος, απερίσκεπτος 3. αφελής 4. (για γέρο) ξεμωραμένος, ξεκουτιασμένος. επίρρ... λωλά (Μ λωλά) με ανόητο τρόπο, τρελά, παλαβά. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τής μτχ. ὀλωλώς τού μέσου παρακμ. τού ρ.… … Dictionary of Greek
μωρολωλός — μωρολωλός, ή, όν (Μ) κάπως ξεμωραμένος, ξεκουτιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρός) + λωλός] … Dictionary of Greek
νερομπάμπαλος — η, ο 1. (για φαγητό) αυτός που περιέχει πολύ νερό 2. ξεμωραμένος, ξεκούτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + μπάμπαλο / μπαμπαλής «ανόητος, ξεκουτιασμένος»] … Dictionary of Greek
νιανιάς — ο [νιανιά] ξεμωραμένος γέρος, ξεκούτης … Dictionary of Greek
ξεκουτιάρης — α, ικο αποβλακωμένος, ξεμωραμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεκούτης + κατάλ. ιάρης (πρβλ. κιτριν ιάρης)] … Dictionary of Greek